- αναθεωρητικούς
- η , ό[ν]1) ревизионный;
αναθεωρητικούςή βουλή — парламент, созванный для изменения конституции;
αναθεωρητικούςό δικαστήριο — кассационный военный суд;
2) ревизионистский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναθεωρητικούςή βουλή — парламент, созванный для изменения конституции;
αναθεωρητικούςό δικαστήριο — кассационный военный суд;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γκότα — (Gotha).Πόλη (47.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας στην περιοχή της Ερφούρτης, πρωτεύουσα του παλιού δουκάτου του Σαξ Κοβούργου Γκότα στους πρόποδες του όρους Τιρίνγκερβαλντ. Οι ασφαλιστικές τράπεζες και η εμπορική σχολή της πόλης της είχαν… … Dictionary of Greek